- φυτολογικός
- η , ό[ν] ботанический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυτολογικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytologic < phytology (βλ. λ. φυτολογία). Το επίθ. μαρτυρείται από το 1881 στον Θεόδ. Χέλδραϊχ] … Dictionary of Greek
φυτολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτολογία (βλ. λ.), που είναι της φυτολογίας, ο βοτανολογικός: Φυτολογικές μελέτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)